ἀπολαυστική

ἀπολαυστική
ἀπολαυστικός
devoted to enjoyment
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αμπάτε, Νικολό ντελ’ — (Niccolo dell’ Abbate, Μοντένα 1509; – Φοντενεμπλό 1571). Ιταλός ζωγράφος. Διαμορφώθηκε στον κύκλο του Ντόσο Ντόσι και του Παρμιτζανίνο. Προικισμένος με έμφυτη και λεπτή ευαισθησία για το τοπίο, στις αρχές της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας… …   Dictionary of Greek

  • Κιούμπρικ, Στάνλεϊ — (Stanley Kubrick, Νέα Υόρκη 1928 – Χερτφορντσάιρ, Αγγλία 2000).Αμερικανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Άρχισε να εργάζεται από 17 ετών ως επαγγελματίας φωτογράφος στο περιοδικό Look, συνέχισε ως σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ (1950)… …   Dictionary of Greek

  • απολαυστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που δίνει απόλαυση, τερπνός, διασκεδαστικός: Η συντροφιά του ήταν πολύ απολαυστική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βυσσινάδα — η ποτό που παρασκευάζεται από βύσσινα: Το καλοκαίρι είναι απολαυστική η κρύα βυσσινάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρυφή — η 1. απολαυστική ζωή, καλοπέραση, χουζούρι. 2. μτφ., φιληδονία, ηδονισμός, ακολασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”